lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυλόπορτα στα νορβηγικά

Λέξη:
αυλόπορτα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
grind, port, portal, barriere, bom, dam, demning, moder, stengsel
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αυλόπορτα, συρόμενη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυτόματη αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, αυλόπορτα στα νορβηγικά, grind στα ελληνικά
αυλόπορτα στα νορβηγικά