lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυλόπορτα στα γερμανικά

Λέξη:
αυλόπορτα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (13):
barriere, damm, deich, pforte, portal, schranke, sperling, sperrbaum, sperre, stange, staudamm, strich, tor
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά αυλόπορτα, συρόμενη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυτόματη αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, αυλόπορτα στα γερμανικά, barriere στα ελληνικά
αυλόπορτα στα γερμανικά