lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυλόπορτα στα σουηδικά

Λέξη:
αυλόπορτα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
grind, port, portal, portgång, bom, damm, moder
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά αυλόπορτα, συρόμενη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυτόματη αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, αυλόπορτα στα σουηδικά, grind στα ελληνικά
αυλόπορτα στα σουηδικά