lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυλόπορτα στα ουκρανικά

Λέξη:
αυλόπορτα (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (28):
брама, бум, ворота, входження, вхід, гребля, гриміти, гудіти, гул, густи, дамба, завада, загата, загородження, закупорка, замикати, замкнути, замок, запирати, запис, запруда, коміра, непрохідність, обруч, обструкція, перепона, перешкода, портал
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αυλόπορτα, συρόμενη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυτόματη αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, αυλόπορτα στα ουκρανικά, брама στα ελληνικά
αυλόπορτα στα ουκρανικά