lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δηλητήριο στα βουλγαρικά

Λέξη:
δηλητήριο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
вирус, отрова
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά δηλητήριο, δηλητήριο φιδιού, δηλητήριο του σκορπιού, δηλητήριο σφήκας, δηλητήριο στη φλέβα, δηλητήριο ρικίνη, δηλητήριο στα βουλγαρικά, вирус στα ελληνικά
δηλητήριο στα βουλγαρικά