lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τροφοδοτώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
τροφοδοτώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
alimentar, amamentar, cear, comer, criar, nutrir, sustentar, fomentar, acariciar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τροφοδοτώ, τροφοδοτώ συνώνυμα, τροφοδοτώ στα αγγλικα, τροφοδοτώ μετάφραση, τροφοδοτώ βικιλεξικο, τροφοδοτώ in english, τροφοδοτώ στα πορτογαλικά, alimentar στα ελληνικά
τροφοδοτώ στα πορτογαλικά