lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όργανο στα βουλγαρικά

Λέξη:
όργανο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (4):
орган, прибор, инструмент, приспособление
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά όργανο, όργανο πιστοποίησης ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, όργανο μέτρησης υγρασίας, όργανο μέτρησης πίεσης ελαστικών, όργανο μέτρησης κενού, όργανο μέτρησης θορύβου, όργανο στα βουλγαρικά, орган στα ελληνικά
όργανο στα βουλγαρικά