lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όργανο στα πορτογαλικά

Λέξη:
όργανο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
aparato, aparelho, instrumento, máquina, órgão, artefacto, implemento, artificio, dispositivo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά όργανο, όργανο πιστοποίησης ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, όργανο μέτρησης υγρασίας, όργανο μέτρησης πίεσης ελαστικών, όργανο μέτρησης κενού, όργανο μέτρησης θορύβου, όργανο στα πορτογαλικά, aparato στα ελληνικά
όργανο στα πορτογαλικά