lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όργανο στα λευκορωσίας

Λέξη:
όργανο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
інструмент, снасьць, апарат, машына, прыбор, прыстасаванне, прыстасоўванне
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας όργανο, όργανο πιστοποίησης ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, όργανο μέτρησης υγρασίας, όργανο μέτρησης πίεσης ελαστικών, όργανο μέτρησης κενού, όργανο μέτρησης θορύβου, όργανο στα λευκορωσίας, інструмент στα ελληνικά
όργανο στα λευκορωσίας