lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όργανο στα δανική

Λέξη:
όργανο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
apparat, organ, redskab, instrument, middel, værktøj
Σχετικές λέξεις:
δανική όργανο, όργανο πιστοποίησης ηλεκτρικών εγκαταστάσεων, όργανο μέτρησης υγρασίας, όργανο μέτρησης πίεσης ελαστικών, όργανο μέτρησης κενού, όργανο μέτρησης θορύβου, όργανο στα δανική, apparat στα ελληνικά
όργανο στα δανική