lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουλώνω στα γαλλικά

Λέξη:
βουλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (13):
arborer, aveugler, boucher, embouteiller, enchifrener, encombrer, engorger, oblitérer, obstruer, obturer, suffoquer, super, tamponner
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά βουλώνω, βουλώνω στα γαλλικά, arborer στα ελληνικά
βουλώνω στα γαλλικά