lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουλώνω στα γερμανικά

Λέξη:
βουλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
stopfen, verstopfen, zuhalten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά βουλώνω, βουλώνω στα γερμανικά, stopfen στα ελληνικά
βουλώνω στα γερμανικά