lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βουλώνω στα ρωσικά

Λέξη:
βουλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
запихивать, засорять, затыкать, напихивать, заделывать, укупоривать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βουλώνω, βουλώνω στα ρωσικά, запихивать στα ελληνικά
βουλώνω στα ρωσικά