lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμάτος στα πορτογαλικά

Λέξη:
γεμάτος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
absoluto, cheio, completo, íntegro, pleno, pletórico, torneado, total
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά γεμάτος, γεμάτος συνώνυμα, γεμάτος σκληρός δίσκος, γεμάτος πλανήτης άδεια πιάτα, γεμάτος δίσκος, γεμάτος στα πορτογαλικά, absoluto στα ελληνικά
γεμάτος στα πορτογαλικά