lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θεραπεύω στα γαλλικά

Λέξη:
θεραπεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (18):
assainir, causer, discourir, discuter, disputer, disserter, débattre, festiner, guérir, héberger, médicamenter, offrir, pérorer, régaler, soigner, traite, traiter, verbaliser
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά θεραπεύω, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω συνώνυμα, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω κλίση, θεραπεύω αρχαια, θεραπεύω στα γαλλικά, assainir στα ελληνικά
θεραπεύω στα γαλλικά