lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θεραπεύω στα φινλανδικά

Λέξη:
θεραπεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (8):
hoitaa, kestitä, pidellä, parantaa, parantua, käsitellä, keskustella, pohtia
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά θεραπεύω, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω συνώνυμα, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω κλίση, θεραπεύω αρχαια, θεραπεύω στα φινλανδικά, hoitaa στα ελληνικά
θεραπεύω στα φινλανδικά