lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θεραπεύω στα δανική

Λέξη:
θεραπεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
behandle, debattere, diskutere, drøfte, dvæle, helbrede, hele, huse, kurere, lege
Σχετικές λέξεις:
δανική θεραπεύω, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω συνώνυμα, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω κλίση, θεραπεύω αρχαια, θεραπεύω στα δανική, behandle στα ελληνικά
θεραπεύω στα δανική