lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θεραπεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
θεραπεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
curar, discutir, medicar, obsequiar, parar, processar, questionar, regalar, sanar, sarar, tratar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά θεραπεύω, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω συνώνυμα, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω κλίση, θεραπεύω αρχαια, θεραπεύω στα πορτογαλικά, curar στα ελληνικά
θεραπεύω στα πορτογαλικά