lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θεραπεύω στα γερμανικά

Λέξη:
θεραπεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
bearbeiten, behandeln, bewirten, diskutieren, empfangen, geheilt, gesund, heilen, kredenzen, kurieren, verarbeiten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά θεραπεύω, θεραπεύω συνώνυμο, θεραπεύω συνώνυμα, θεραπεύω στα αρχαία, θεραπεύω κλίση, θεραπεύω αρχαια, θεραπεύω στα γερμανικά, bearbeiten στα ελληνικά
θεραπεύω στα γερμανικά