μαυρίζω στα αγγλικά μαυρίζω στα τσεχική μαυρίζω στα γερμανικά μαυρίζω στα δανική μαυρίζω στα ισπανικά μαυρίζω στα ιταλικά μαυρίζω στα νορβηγικά μαυρίζω στα ρωσικά μαυρίζω στα σουηδικά μαυρίζω στα ουγγρική μαυρίζω στα πορτογαλικά μαυρίζω στα ουκρανικά μαυρίζω στα πολωνική
εμπόδιο στα γερμανικά κατορθώνω στα γαλλικά γνώση στα σουηδικά συλλαβή στα ουκρανικά δρόμος στα λευκορωσίας
γνώση αναπτυξιακή μακρόχρονη συλλαβή παιδαγωγικό εμπόδιο κατευθύνω συνώνυμο δρόμος 89.8