lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαυρίζω στα ιταλικά

Λέξη:
μαυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
abbronzare, abbronzarsi, abbrunire, bruciacchiare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, δεν μαυρίζω, μαυρίζω στα ιταλικά, abbronzare στα ελληνικά
μαυρίζω στα ιταλικά