lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαυρίζω στα τσεχική

Λέξη:
μαυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (5):
opálit, opalovat, připálit, sežehnout, zhnědnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, δεν μαυρίζω, μαυρίζω στα τσεχική, opálit στα ελληνικά
μαυρίζω στα τσεχική