lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαυρίζω στα γερμανικά

Λέξη:
μαυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (4):
beheizen, bräunen, heizen, sengen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, δεν μαυρίζω, μαυρίζω στα γερμανικά, beheizen στα ελληνικά
μαυρίζω στα γερμανικά