lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαυρίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
μαυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, δεν μαυρίζω, μαυρίζω στα ουκρανικά, обпалювати στα ελληνικά
μαυρίζω στα ουκρανικά