lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαυρίζω στα σουηδικά

Λέξη:
μαυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, δεν μαυρίζω, μαυρίζω στα σουηδικά, sola στα ελληνικά
μαυρίζω στα σουηδικά