lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξαπλώνω στα γαλλικά

Λέξη:
ξαπλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
appliquer, apposer, coucher, déposer, encuver, mettre, placer, pondre, poser, postposer, rappliquer, remettre, reposer, établir
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά ξαπλώνω, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω αγγλικα, ξαπλώνω στα γαλλικά, appliquer στα ελληνικά
ξαπλώνω στα γαλλικά