lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξαπλώνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ξαπλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
acostar, aplicar, colocar, incluir, meter, pôr, situar, acamar, deitar, estender
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ξαπλώνω, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω αγγλικα, ξαπλώνω στα πορτογαλικά, acostar στα ελληνικά
ξαπλώνω στα πορτογαλικά