lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξαπλώνω στα σουηδικά

Λέξη:
ξαπλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (5):
betona, lägga, anbringa, putte, sejte
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ξαπλώνω, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω αγγλικα, ξαπλώνω στα σουηδικά, betona στα ελληνικά
ξαπλώνω στα σουηδικά