lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξαπλώνω στα ιταλικά

Λέξη:
ξαπλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (11):
accertare, appoggiare, collocare, coricarsi, deporre, mettere, piazzare, porre, posare, riporre, sdraiarsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ξαπλώνω, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω αγγλικα, ξαπλώνω στα ιταλικά, accertare στα ελληνικά
ξαπλώνω στα ιταλικά