lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξαπλώνω στα νορβηγικά

Λέξη:
ξαπλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (8):
betona, legge, sette, anbringe, ligge, nedlegge, plassere, putte
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ξαπλώνω, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω αγγλικα, ξαπλώνω στα νορβηγικά, betona στα ελληνικά
ξαπλώνω στα νορβηγικά