lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ξαπλώνω στα τσεχική

Λέξη:
ξαπλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (23):
dávat, investovat, klást, ležet, naklást, nasadit, pokládat, položit, posadit, postavit, předložit, přijít, připravit, složit, spočívat, stanovit, stavět, sázet, uložit, umístit, usadit, vložit, vsadit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ξαπλώνω, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω αγγλικα, ξαπλώνω στα τσεχική, dávat στα ελληνικά
ξαπλώνω στα τσεχική