lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέμω στα γαλλικά

Λέξη:
τρέμω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (30):
arracher, balancer, basculer, bondir, branler, cahoter, chanceler, chavirer, chevroter, clignoter, déchirer, démailler, flageoler, flotter, fluctuer, frissonner, frémir, grelotter, lacérer, osciller, palpiter, panteler, secouer, trembler, trembloter, tressaillir, tressauter, trépider, vaciller, vibrer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά τρέμω, τρέμω συνώνυμα, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω στη σκέψη, τρέμω ρέμος στίχοι, τρέμω ρέμος, τρέμω στα γαλλικά, arracher στα ελληνικά
τρέμω στα γαλλικά