lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέμω στα ιταλικά

Λέξη:
τρέμω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (20):
barcollare, dilaniare, fremere, lacerare, lampeggiare, oscillare, rabbrividire, rompere, scrollare, scuotere, sobbalzare, squarciare, stracciare, strappare, straziare, tentennare, traballare, tremare, vacillare, vibrare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά τρέμω, τρέμω συνώνυμα, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω στη σκέψη, τρέμω ρέμος στίχοι, τρέμω ρέμος, τρέμω στα ιταλικά, barcollare στα ελληνικά
τρέμω στα ιταλικά