lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέμω στα πορτογαλικά

Λέξη:
τρέμω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
abalar, abanar, bambolear, desgarrar, dilacerar, fremir, palpitar, rasgar, romper, sacudir, tiritar, titubear, tremer, trepidar, vacilar, vibrar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τρέμω, τρέμω συνώνυμα, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω στη σκέψη, τρέμω ρέμος στίχοι, τρέμω ρέμος, τρέμω στα πορτογαλικά, abalar στα ελληνικά
τρέμω στα πορτογαλικά