lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέμω στα λευκορωσίας

Λέξη:
τρέμω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (8):
здрыгвацца, уздрыгваць, дзерці, драць, маргаць, мігацець, мігаць, моргаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας τρέμω, τρέμω συνώνυμα, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω στη σκέψη, τρέμω ρέμος στίχοι, τρέμω ρέμος, τρέμω στα λευκορωσίας, здрыгвацца στα ελληνικά
τρέμω στα λευκορωσίας