lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρέμω στα δανική

Λέξη:
τρέμω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
blink, blinke, dirre, glimte, gyse, hutre, rave, riste, riva, ruske, ryste, rystning, sitre, skanke, svinge, vakle
Σχετικές λέξεις:
δανική τρέμω, τρέμω συνώνυμα, τρέμω στο άγγιγμα σου, τρέμω στη σκέψη, τρέμω ρέμος στίχοι, τρέμω ρέμος, τρέμω στα δανική, blink στα ελληνικά
τρέμω στα δανική