lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αερίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
αερίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
вентилювати, вентилюйте, провентилювати, провітріть, вітер, завести, заводити, підсолодіть, провітрювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά αερίζω, αερίζω στα ουκρανικά, вентилювати στα ελληνικά
αερίζω στα ουκρανικά