lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμάτος στα γερμανικά

Λέξη:
γεμάτος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
ganz, gesamt, gesamter, voll, vollendet, völlig, vollständig
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά γεμάτος, γεμάτος συνώνυμα, γεμάτος σκληρός δίσκος, γεμάτος πλανήτης άδεια πιάτα, γεμάτος δίσκος, γεμάτος στα γερμανικά, ganz στα ελληνικά
γεμάτος στα γερμανικά