lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμάτος στα δανική

Λέξη:
γεμάτος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
fuld, fuldstændig, fyldig, hel, komplet, ram, summa, total
Σχετικές λέξεις:
δανική γεμάτος, γεμάτος συνώνυμα, γεμάτος σκληρός δίσκος, γεμάτος πλανήτης άδεια πιάτα, γεμάτος δίσκος, γεμάτος στα δανική, fuld στα ελληνικά
γεμάτος στα δανική