lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κανονίζω στα τσεχική

Λέξη:
κανονίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
napravit, pořádat, proplatit, regulovat, sjednat, upravit, urovnat, usměrňovat, uspořádat, zaplatit, zařizovat, zařídit, zprostředkovat, řídit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κανονίζω, κανονίζω συνώνυμα, κανονίζω ραντεβού, κανονίζω αγγλικα, κανονίζω slang, κανονίζω στα τσεχική, napravit στα ελληνικά
κανονίζω στα τσεχική