lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ζωντανεύω στα γερμανικά

Λέξη:
ζωντανεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
ankurbeln, anregen, antreiben, aufleben, beleben, beseelen, erregen, hervorrufen, reizen, stacheln, stimulieren, wieder
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ζωντανεύω, ζωντανεύω συνώνυμα, ζωντανεύω στα αγγλικά, ζωντανεύω στα γερμανικά, ankurbeln στα ελληνικά
ζωντανεύω στα γερμανικά