lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ζωντανεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ζωντανεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
acirrar, activar, alegrar, animar, avivar, azular, despertar, encorajar, estimular, excitar, impelir, incentivar, incitar, instigar, provocar, reanimar, reavivar, respeitar, suscitar, vivificar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ζωντανεύω, ζωντανεύω συνώνυμα, ζωντανεύω στα αγγλικά, ζωντανεύω στα πορτογαλικά, acirrar στα ελληνικά
ζωντανεύω στα πορτογαλικά