lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ζωντανεύω στα ιταλικά

Λέξη:
ζωντανεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
agitare, aguzzare, animare, attivare, concitare, eccitare, incentivare, istigare, ravvivare, rianimare, risorgere, risuscitare, stimolare, stuzzicare, suscitare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ζωντανεύω, ζωντανεύω συνώνυμα, ζωντανεύω στα αγγλικά, ζωντανεύω στα ιταλικά, agitare στα ελληνικά
ζωντανεύω στα ιταλικά