lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ζωντανεύω στα ρωσικά

Λέξη:
ζωντανεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
живить, одушевлять, оживить, оживлять, олицетворять, возбуждать, вызывать, побуждать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ζωντανεύω, ζωντανεύω συνώνυμα, ζωντανεύω στα αγγλικά, ζωντανεύω στα ρωσικά, живить στα ελληνικά
ζωντανεύω στα ρωσικά