lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ζωντανεύω στα λευκορωσίας

Λέξη:
ζωντανεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
абнаўляць, ажыўляць, абуджаць, заахвочваць, падахвочваць, прымушаць, стымуляваць, схіляць, узбуджаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας ζωντανεύω, ζωντανεύω συνώνυμα, ζωντανεύω στα αγγλικά, ζωντανεύω στα λευκορωσίας, абнаўляць στα ελληνικά
ζωντανεύω στα λευκορωσίας