lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δεσπόζω στα γερμανικά

Λέξη:
δεσπόζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
beherrschen, dominieren, führen, geherrscht, herrschen, kontrollieren, regieren, steuern, vorherrschen, wiegen, überwiegen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δεσπόζω, θεσπίζω ορισμός, δεσπόζω συνώνυμα, δεσπόζω λεξικο, δεσπόζω ετυμολογία, δεσπόζω βικιλεξικο, δεσπόζω στα γερμανικά, beherrschen στα ελληνικά
δεσπόζω στα γερμανικά