lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονεκτικός στα γερμανικά

Λέξη:
πλεονεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
dienlich, förderlich, gewinnbringend, günstig, gut, nützlich, positiv, vorteilhaft, zuträglich
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά πλεονεκτικός, πλεονεκτικός στα γερμανικά, dienlich στα ελληνικά
πλεονεκτικός στα γερμανικά