lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονεκτικός στα νορβηγικά

Λέξη:
πλεονεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (4):
gagnlig, innbringende, lukrativ, nyttig
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά πλεονεκτικός, πλεονεκτικός στα νορβηγικά, gagnlig στα ελληνικά
πλεονεκτικός στα νορβηγικά