lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονεκτικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
πλεονεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (5):
favorável, frutífero, lucrativo, propício, vantajoso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πλεονεκτικός, πλεονεκτικός στα πορτογαλικά, favorável στα ελληνικά
πλεονεκτικός στα πορτογαλικά