lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλεονεκτικός στα ουκρανικά

Λέξη:
πλεονεκτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
благотворний, вигідний, доходний, оплачуваний, платний, прибутковий, рентабельний, цілющий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πλεονεκτικός, πλεονεκτικός στα ουκρανικά, благотворний στα ελληνικά
πλεονεκτικός στα ουκρανικά